Dictionary of Greek. 2013.
φρεζάρω — και παλ. τ. φραιζάρω Ν κατεργάζομαι μέταλλα ή ξύλα με φρέζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέζα / φραίζα + ρηματ. κατάλ. άρω*] … Dictionary of Greek